θυρεοειδίτιδα

θυρεοειδίτιδα
η
ιατρ. φλεγμονή τού θυρεοειδούς αδένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroiditis < thyroid (πρβλ. θυρεοειδής) + -itis (πρβλ. -ίτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυρεοειδίτιδα — η φλεγμονή του θυρεοειδούς αδένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”